περαιοῦν

περαιοῦν
περαιόω
carry over
pres part act masc voc sg
περαιόω
carry over
pres part act neut nom/voc/acc sg
περαιόω
carry over
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περαιώνω — περαιῶ, όω, ΝΑ φέρω κάτι στο απέναντι μέρος, περνώ κάποιον πέρα από ένα σημείο όπου ήταν προηγουμένως, διαπορθμεύω («περαιοῡν τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην», Πολ.) 2. περαίνω, αποπερατώνω, φέρω σε πέρας κάτι που άρχισα («ἐπεραίωσε τὸν λόγον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”